- Κρητισμῷ
- ΚρητισμόςCretan behaviourmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρητισμός — κρητισμός, ὁ (Α) 1. η συμπεριφορά τών Κρητών 2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek